- τελέεις
- -εσσα, -εν, Αβλ. τελήεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελέεις — τέλλω accomplish fut ind act 2nd sg (epic ionic) τελέω fulfil fut ind act 2nd sg (epic ionic) τελέω fulfil pres ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελήεις — και τελέεις, εσσα, εν, Α 1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.) 3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ ἔπεα», Τυρτ.) 4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος… … Dictionary of Greek